- ἀφελέσθαι
- ἀφαιρέωtake away fromaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъ˫ати — (285), ОТЪИМ|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Взять силой, отнять: дане ѿѧли людье. ГрБ № 724, 1166/1167; аще кто диѧволъмь ‹науч›енъ и злыми ‹чл҃вкы наваженъ цьто› хочеть ѿѧти ѿ нивъ ли ѿ пожьнь ли или ѿ ловищь а бѹди емѹ противенъ ст҃ыи сп҃съ. и въ сь вѣкъ и въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… … Dictionary of Greek